ἀπαλλάξει

ἀπαλλάξει
ἀπάλλαξις
loss of
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπαλλάξεϊ , ἀπάλλαξις
loss of
fem dat sg (epic)
ἀπάλλαξις
loss of
fem dat sg (attic ionic)
ἀπαλλάσσω
set free
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπαλλάσσω
set free
fut ind mid 2nd sg
ἀπαλλάσσω
set free
fut ind act 3rd sg
ἀ̱παλλάξει , ἀπαλλάσσω
set free
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱παλλάξει , ἀπαλλάσσω
set free
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀπαλλάσσω
set free
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπαλλάσσω
set free
fut ind mid 2nd sg
ἀπαλλάσσω
set free
fut ind act 3rd sg
ἀπᾱλλάξει , ἀπαλλάσσω
set free
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀπᾱλλάξει , ἀπαλλάσσω
set free
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀπαλλαγή
deliverance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπαλλάξεϊ , ἀπαλλαγή
deliverance
fem dat sg (epic)
ἀπαλλαγή
deliverance
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… …   Dictionary of Greek

  • απαλλακτικός — κ. απαλλαχτικός, ή, ό (Α ἀπαλλακτικός, ή, όν) αυτός που έχει την ικανότητα ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από κάτι («ἀπαλλακτικό βούλευμα», «ἀπαλλακτική απόφαση») αρχ. κατάλληλος για θεραπευτική αγωγή …   Dictionary of Greek

  • θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • ιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἰατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσων νεοελλ. 1. το …   Dictionary of Greek

  • κολεκτιβισμός — Πολιτικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο οι συντελεστές παραγωγής και η διανομή των αγαθών ελέγχονται από το κοινωνικό σύνολο (κράτος, αυτόνομες κοινότητες ή συναιτεριστικές οργανώσεις) και όχι από ιδιώτες. Υπό την έννοια αυτή ο κ. είναι αντίθετος… …   Dictionary of Greek

  • λυκεία — Προσωνυμία της Άρτεμης στην Τροιζήνα, όπου υπήρχε και ναός της θεάς πίσω από το θέατρο. Ιδρυτής του ναού ήταν ο Ιππόλυτος, γιος του Θησέα. Η Άρτεμη επονομάστηκε Λ., επειδή είχε βοηθήσει τον Ιππόλυτο να απαλλάξει την περιοχή τις Τροιζηνίας από τις …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”